- τελωνοφυλακή
- ηδημόσια υπηρεσία για την εξασφάλιση των τελωνειακών δασμών και τη δίωξη του λαθρεμπορίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τελωνοφυλακή — η, Ν υπηρεσία τής οποίας έργο είναι η εξασφάλιση τών τελωνειακών δικαιωμάτων και η δίωξη τού λαθρεμπορίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης / τελωνείο + φυλακή. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
τελωνείο — Ο τόπος, το ίδρυμα στο οποίο εισπράττεται ο δασμός των εμπορευμάτων που εισάγονται και εξάγονται. Η υπηρεσία που επιβλέπει την είσπραξη των δασμών εισαγωγής και εξαγωγής. Στην Ελλάδα ο πρώτος οργανισμός τελωνειακής υπηρεσίας έγινε με ψήφισμα του… … Dictionary of Greek